αὐτουργός — self working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
αὐτουργότερον — αὐτουργός self working adverbial comp αὐτουργός self working masc acc comp sg αὐτουργός self working neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργόν — αὐτουργός self working masc/fem acc sg αὐτουργός self working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργότατον — αὐτουργός self working masc acc superl sg αὐτουργός self working neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργοί — αὐτουργός self working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργούς — αὐτουργός self working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργά — αὐτουργός self working neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργέ — αὐτουργός self working masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)